-->
Παχυσαρκία
Ο προσδιορισμός, η μέτρηση, η βαθμονόμηση και η κατάταξη της παχυσαρκίας από ιατρικής πλευράς αποτελούν ακόμη και σήμερα αντικείμενο εκτεταμένων συζητήσεων. Η απλή μέτρηση του σωματικού βάρους δεν αρκεί για να προσδιορίσουμε αν κάποιος είναι παχύσαρκος ή όχι. Το σωματικό βάρος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και το λίπος είναι μόνο ένας από αυτούς. Σήμερα, η κυριότερη παράμετρος που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό και την κατάταξη της παχυσαρκίας είναι ο δείκτης μάζας σώματος, που συμβολίζεται διεθνώς με τα αρχικά ΒΜΙ (Body Mass Index). Ο ΒΜΙ ισούται με το βάρος (σε κιλά) δια το τετράγωνο του ύψους (σε μέτρα):
ΒΜΙ = Σωματικό βάρος : Ύψος 2
Σύμφωνα με τον ΒΜΙ οι ενήλικες κατατάσσονται ως εξής:
Κατάταξη | ΒΜΙ |
Ελλειποβαρείς | < 18.50 |
Κανονικού βάρους | 18.50 – 24.99 |
Υπέρβαροι | 25.00 – 29.99 |
Παχυσαρκία βαθμού Ι | 30.00 – 34.99 |
Παχυσαρκία βαθμού ΙΙ | 35.00 – 39.99 |
Παχυσαρκία βαθμού ΙΙΙ | > 40.00 |
Όμως και ο ΒΜΙ δεν αποτελεί ένα ικανοποιητικό μέτρο για τον προσδιορισμό της παχυσαρκίας, ακριβώς γιατί δεν προσδιορίζει τη σύνθεση του σώματος και την κατανομή του λίπους στο σώμα.
Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούμε και άλλες μετρήσεις και μεθόδους που επιτρέπουν αφ’ ενός τον προσδιορισμό της σύνθεσης του σώματος και του ποσοστού του λίπους και αφ’ ετέρου την εκτίμηση της κατανομής του λίπους στο σώμα. Οι μέθοδοι αυτοί περιλαμβάνουν τη μέτρηση της περιμέτρου της μέσης και των ισχίων, τη μέτρηση του πάχους δερματικής πτυχής, τη βιοηλεκτρική αντίσταση, την απορρόφηση ακτίνων Χ διπλής ενέργειας, την αξονική και μαγνητική τομογραφία.
Η παχυσαρκία είναι αποτέλεσμα διαταραχής της ενεργειακής ισορροπίας. Το άτομο οδηγείται σε παχυσαρκία όταν η πρόσληψη ενέργειας μέσω της τροφής υπερβαίνει την ενεργειακή κατανάλωση για μια σημαντική χρονική περίοδο. Από τη στιγμή που η παχυσαρκία θα εγκατασταθεί οι διάφοροι φυσιολογικοί μηχανισμοί του οργανισμού τείνουν να διατηρούν το νέο αυτό βάρος. Η έκρηξη του προβλήματος της παχυσαρκίας που διαπιστώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία χρόνια οφείλεται στην αυξημένη περιεκτικότητα της τροφής σε ενέργεια σε συνδυασμό με την ελάττωση του επιπέδου της σωματικής δραστηριότητας.
Ο ρόλος των γονιδίων στην εμφάνιση της παχυσαρκίας αποτελεί αντικείμενο εντατικής έρευνας, η οποία μέχρι τώρα δεν έχει οδηγήσει σε οριστικά συμπεράσματα. Πιστεύεται ότι ενδεχομένως υπάρχουν κάποια γονίδια που προδιαθέτουν στην αύξηση του βάρους εφ’ όσον το άτομο δεχθεί τις κατάλληλες περιβαλλοντικές επιδράσεις.
Με άλλα λόγια, δεν γίνεται κανείς παχύσαρκος επειδή «φταίνε» τα γονίδιά του, αλλά επειδή προσλαμβάνει περισσότερη ενέργεια από όση καταναλώνει. Υπάρχουν, όμως, σημαντικές διαφορές από άνθρωπο σε άνθρωπο σχετικά με τη ρύθμιση της όρεξης, την ενεργειακή διαχείριση του οργανισμού και το μεταβολικό ρυθμό.
Υπάρχουν συγκεκριμένα γενετικά σύνδρομα που συνδυάζονται με παχυσαρκία, τα οποία όμως είναι εξαιρετικά σπάνια και στα οποία συνυπάρχουν και άλλες διαταραχές που τα καθιστούν άμεσα αναγνωρίσιμα από έναν έμπειρο γιατρό. Επίσης, κάποιες ενδοκρινικές παθήσεις, όπως ο υποθυρεοειδισμός, το σύνδρομο Cushing και οι όγκοι της υπόφυσης, μπορεί να προκαλέσουν μέτρια αύξηση του σωματικού βάρους. Η σωστή θεραπευτική αντιμετώπιση επαναφέρει το βάρος στα προηγούμενα επίπεδα. Επίσης, ορισμένα φάρμακα, όπως η κορτιζόνη, η ινσουλίνη καθώς και κάποια αντικαταθλιπτικά, αντισυλληπτικά, αντιδιαβητικά και αντιεπιληπτικά φάρμακα είναι δυνατόν να προκαλέσουν αύξηση του σωματικού βάρους.
Η παχυσαρκία έχει σημαντικές δυσμενείς επιδράσεις στην υγεία που κυμαίνονται από αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου έως αρκετές μη θανατηφόρες αλλά σοβαρές καταστάσεις, που έχουν αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα ζωής. Τα παχύσαρκα άτομα έχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων (έμφραγμα μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο), υπέρτασης, διαβήτη, δυσλιπιδαιμίας, άπνοιας στον ύπνο, πνευμονικών νοσημάτων, θρομβοεμβολικών επεισοδίων, μη αλκοολικής στεατοηπατίτιδας, χολολιθίασης, ουρικής αρθρίτιδας, οστεοαρθρίτιδας γονάτων και οσφυαλγίας. Οι παχύσαρκες γυναίκες έχουν ελαττωμένη γονιμότητα. Ορισμένες μορφές καρκίνου, όπως ο καρκίνος του μαστού, του ενδομητρίου και του παχέος εντέρου, είναι συχνότερες σε παχύσαρκα άτομα. Τέλος, η παχυσαρκία σχετίζεται με την εμφάνιση σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων που είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής απόρριψης και της χαμηλής αυτοεκτίμησης που έχουν τα παχύσαρκα άτομα.
Ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων, υπέρτασης και διαβήτη έχουν τα άτομα στα οποία η εναπόθεση του λίπους γίνεται κυρίως στην περιοχή της κοιλιάς (κοιλιακή παχυσαρκία, κεντρικού τύπου παχυσαρκία ή ανδρικού τύπου παχυσαρκία).
Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας επιτυγχάνεται με την ελάττωση της προσλαμβανόμενης ενέργειας και την αύξηση της ενεργειακής κατανάλωσης, δηλαδή με δίαιτα και άσκηση. Το διαιτολόγιο πρέπει να είναι εξισορροπημένο και να περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά. Οι εξαντλητικές δίαιτες συχνά δεν επιφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η ελάττωση του βάρους πρέπει να είναι σταδιακή. Δίαιτες ακραίες σε σύσταση και ενεργειακό περιεχόμενο δεν είναι αποδεκτές. Η άσκηση εξατομικεύεται ανάλογα με τη γενικότερη κατάσταση υγείας του ατόμου. Τα φάρμακα κατά της παχυσαρκίας έχουν συμπληρωματικό ρόλο και πρέπει να λαμβάνονται μόνο υπό ιατρική παρακολούθηση. Οι επεμβάσεις για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας διενεργούνται σε επιλεγμένες περιπτώσεις σοβαρής παχυσαρκίας και αποσκοπούν είτε στην ελάττωση της χωρητικότητας του στομάχου (γαστρικός δακτύλιος, ενδογαστρικός αεροθάλαμος) ή στην παράκαμψη τμήματος του εντέρου.
Οι στόχοι θα πρέπει να είναι εφικτοί και προσαρμοσμένοι στις ανάγκες του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Συχνά δεν αποβλέπουμε στην επίτευξη του ιδανικού βάρους. Μια μέτρια απώλεια βάρους μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την υγεία και την ποιότητα ζωής, ενώ ο κύριος στόχος θα πρέπει αν είναι η μακροπρόθεσμη διατήρηση του βάρους. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος απαιτείται αλλαγή του τρόπου και των συνηθειών διαβίωσης. Η προσπάθεια είναι μακροπρόθεσμη και περιλαμβάνει αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες και στη σωματική δραστηριότητα. Είναι συχνό το φαινόμενο των ανθρώπων που χάνουν βάρος, ξαναπαίρνουν στη συνέχεια το ίδιο βάρος ή και περισσότερο και έχουν διαρκείς αυξομειώσεις του βάρους τους (φαινόμενο γιο-γιο). Οι συνεχείς αυτές αυξομειώσεις έχουν καταστροφική επίδραση στο μεταβολισμό με αποτέλεσμα η ελάττωση του βάρους να γίνεται πολύ δύσκολη. Για το λόγο αυτό και επειδή η παχυσαρκία τείνει να υποτροπιάζει απαιτείται μακροπρόθεσμη προσπάθεια, στήριξη από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον και σωστή ιατρική παρακολούθηση.